αστοίβαχτος

αστοίβαχτος
-η, -ο 1. αυτός που δεν έχει στοιβαχτεί, δεν έχει συγκεντρωθεί σε στοίβα, σε σωρό («αστοίβαχτα ξύλα»)
2. εκείνος που δεν έχει συμπιεστεί ώστε να πιάνει λιγότερο χώρο («αστοίβαχτος σανός»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αστοίβαχτος — η, ο αυτός που δε στοιβάχτηκε, δε συσσωρεύτηκε σε στοίβες: Τα εμπορεύματα είχαν φορτωθεί, ήταν όμως αστοίβαχτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθημώνιαστος — και αθεμώνιαστος, η, ο [θημωνιάζω] αυτός που δεν στοιβάχτηκε σε θημωνιά, αστοίβαχτος …   Dictionary of Greek

  • αμάζευτος — (και αμάζωχτος και αμάζωτος), η, ο [μαζεύω] αυτός που δεν μαζεύεται ή δεν μαζεύτηκε και ειδικά: 1. (για καρπούς, άνθη κ.λπ.) αυτός που δεν έχει συλλέγει, ο ασυγκόμιστος 2. αυτός που δεν στοιβάχθηκε, ασώρευτος, αστοίβαχτος 3. για το σπίτι κυρίως)… …   Dictionary of Greek

  • απατίκωτος — η, ο μη πατικωμένος, ασυμπίεστος, αστοίβαχτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”